διασημοτέρων

διασημοτέρων
διάσημος
clear
fem gen comp pl
διάσημος
clear
masc/neut gen comp pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • Βύρων, λόρδος — (George Gordon Byron, Λονδίνο 1788 – Μεσολόγγι 1824). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου ποιητή και φιλέλληνα Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον. Πέρασε δυστυχισμένα παιδικά χρόνια σε ένα κλειστό περιβάλλον στο Αμπερντίν της Σκοτίας, εξαιτίας των… …   Dictionary of Greek

  • γκαβότ — (gavotte). Παλαιός γαλλικός χορός λαϊκής προέλευσης σε μέτρια ρυθμική αγωγή και διμερές μέτρο. Ήταν της μόδας στις αυλές στο τέλος του 16ου αι. και σε ιδιαίτερη ακμή την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ’ και του Λουδοβίκου IE’. Η ονομασία του προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • Λειψία — (Leipzig). Πόλη (490.000 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, στο κρατίδιο της Σαξονίας. Βρίσκεται κοντά στη συμβολή των ποταμών Βάισε Έλστερ, Πλάισε και Πάρτε, 140 χλμ. ΝΔ του Βερολίνου. Είναι γνωστή για τις διεθνείς εμπορικές εκθέσεις που… …   Dictionary of Greek

  • Μενγκς, Άντον Ραφαέλ — (Anton Raphael Mengs, Άουσιγκ, Βοημία 1728 – Ρώμη 1779). Γερμανός ζωγράφος και θεωρητικός της τέχνης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1740 σπούδασε ζωγραφική με τον Μπενεφιάλ στη Ρώμη και το 1745 έγινε πρώτος ζωγράφος της αυλής της Δρέσδης, όπως και …   Dictionary of Greek

  • Μιλίτσια, Φραντσέσκο — (Francesco Milizia, Όρια, Μπρίντιζι 1725 – Ρώμη 1798). Ιταλός κριτικός τέχνης και αρχιτέκτονας. Μεγάλωσε στην Πάντοβα, αλλά έζησε σχεδόν όλη την ενήλικη ζωή του στη Ρώμη. Αν και η σκέψη του δεν ήταν εντελώς πρωτότυπη, οι μελέτες του επάνω στα… …   Dictionary of Greek

  • Μοσχονάς, Δημήτριος — (1839 – 1895). Αιγυπτιολόγος, λεξικογράφος και δημοσιογράφος. Καταγόταν από τη Λέρο και σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο, όπου επιδόθηκε με ζήλο στη σπουδή των ιερογλυφικών. Διετέλεσε μέλος διαφόρων επιστημονικών σωματείων και το 1882,… …   Dictionary of Greek

  • Ντάνκαν, Ισιντόρα — (Isidora Duncan, Σαν Φρανσίσκο 1878 – Νίκαια 1927). Βορειοαμερικανίδα χορεύτρια. Το πάθος της για την τέχνη και το χορό που εκδηλώθηκε πολύ νωρίς την έκανε να συλλάβει την ιδέα ενός χορού ελεύθερου, εμπνευσμένου από την ίδια τη φύση. Η πρωτότυπη… …   Dictionary of Greek

  • Πάλμερ, Έριχ Mπερνάρ — (Palmaer, 1801 – 1854). Σουηδός σατιρικός συγγραφέας. Διετέλεσε καθηγητής και δημοσιογράφος. Έγινε δημοφιλέστατος για τις σάτιρές του εναντίον των διασημότερων ανδρών της εποχής του. Από τα έργα του, ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι το Μικρό ταξίδι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”